μεγαλουργικός

μεγαλουργικός
μεγαλουργικός και μεγαλοεργικός,-ή, -όν (Α) [μεγαλουργός]
αυτός που επιχειρεί μεγάλα έργα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοεργικός — μεγαλοεργικός, ή, όν (Α) βλ. μεγαλουργικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”